Dictionary of Greek. 2013.
μιτρηφόρῳ — μιτρηφόρος wearing a masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιτροφορώ — μιτροφορῶ και μιτρηφορῶ, έω (Α) [μιτροφόρος] φορώ μίτρα … Dictionary of Greek